ξίδι

ξίδι
το (Μ ξίδι και ξίδιν και ὀξίδιον)
ξινό υγρό που παρασκευάζεται από μία ποικιλία ποτών, και ιδίως τού κρασιού, ή άλλων αλκοολούχων διαλυμάτων με οξική ζύμωση η οποία τα μετατρέπει σε υγρά που περιέχουν οξικό οξύ και που χρησιμοποιείται ως αρτυματικό, ως συντηρητικό λαχανικών και καρπών καθώς και στην αρωματοποιία, γνωστό σήμερα και με την κατ' ευφημισμόν ονομασία γλυκάδι
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) ελαφρύ, αδύνατο κρασί με υπόξινη γεύση
2. καθετί που έχει ξινή γεύση
3. μτφ. δύστροπος, κακότροπος άνθρωπος
4. φρ. «ας πιει ξίδι να τού περάσει» — λέγεται περιφρονητικά για κάποιον που οργίζεται
5. παροιμ. α) «το αψύ ξίδι τ' αγγειό του χαλάει» — λέγεται για να δηλώσει ότι ο δύστροπος άνθρωπος φθείρει τον εαυτό του
β) «ξίδι χάρισμα, γλυκό σαν μέλι» — λέγεται για να δηλώσει ότι καθετί που χαρίζεται, όσο ευτελές και αν είναι, είναι πάντοτε ευπρόσδεκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. (ο)ξίδιν < οξ-ίδιον, υποκορ. τού όξος, με σίγηση τού αρκτ. άτονου ο
(πρβλ. οφρύδιον: φρύδι). Η εσφαλμένη γρφ. τής λ. με -υ- (ξύδι) από επίδραση τής λ. οξύ. Η γραφή, εξάλλου, ξείδι είναι εσφ. και οφείλεται πιθ. στην επίσης εσφ. γρφ. οξείδιον, υποκορ. τού οξύ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξίδι — το ιού, κρασί που πήρε ξινή γεύση, όξος: Το αψύ ξίδι το αγγείο του χαλάει (παροιμ., ο δύσκολος και δύστροπος τον εαυτό του φθείρει) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξιδιάζω — 1. παρασκευάζω κάτι με ξίδι, βάζω κάτι στο ξίδι, τό κάνω ξινό, τού προσδίδω ξινή γεύση 2. (για κρασί) αλλοιώνομαι, ξινίζω, γίνομαι ξίδι («το κρασί ξίδιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίδι. Η γρφ. ξειδιάζω είναι εσφ. (βλ. λ. ξίδι)] …   Dictionary of Greek

  • οξηρός — ὀξηρός, ά, όν (Α) 1. (για αγγείο) αυτός που δέχεται ξίδι, που περιέχει ξίδι («ὀξηρὸν ἄγγος», Σοφ.) 2. ο εμβαπτισμένος μέσα σε οξύ ή μέσα σε ξίδι («σπλήνες ὀξηροί», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξηρόν το οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • ξιδάτος — η, ο [ξίδι] 1. (για εδώδιμα) αυτός που παρασκευάζεται με ξίδι ή που έχει διατηρηθεί στο ξίδι («ελιές ξιδάτες») 2. φρ. «διάβολος ξιδάτος» άνθρωπος πολύ πονηρός ή πολύ δύστροπος …   Dictionary of Greek

  • Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… …   Dictionary of Greek

  • ήδος — ἦδος, εος, δωρ. τ. ἆδος, τό (Α) 1. ηδονή, ευφροσύνη, ευχαρίστηση, απόλαυση («ἀλλά τί μοι τῶν ἦδος;» και ποιά ευχαρίστηση έχω από αυτά; Ομ. Ιλ.) 2. ξίδι, όξος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ήδος με τη σημ. «ηδονή, απόλαυση» < ήδομαι, με ομηρική ψίλωση (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… …   Dictionary of Greek

  • αξίδιαστος — η, ο 1. (για κρασί) αυτός που δεν μετατράπηκε σε ξίδι 2. αυτός που δεν ραντίστηκε με ξίδι …   Dictionary of Greek

  • κάτοξος — κάτοξος, ον (Α) αυτός που περιέχει πολύ ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄξος «ξίδι»] …   Dictionary of Greek

  • ξίδιασμα — το [ξιδιάζω] 1. (για εδώδιμα) τοποθέτηση μέσα σε ξίδι, παρασκευή με ξίδι 2. αλλοίωση που υφίστανται οι διάφορες τροφές, ξίνισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”